Λατινική Νομισματική Ένωση: η νομισματική ενοποίηση ευρωπαϊκών κρατών πολύ πριν την Ο.Ν.Ε.

2ο μέρος: η νομισματική πολιτική της Ελλάδας στα πλαίσια της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης

Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο post, η Ελλάδα με το νόμο «περί Νομισματικού Συστήματος» (Απρίλιος 1867) υπέγραψε τη σύμβαση της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης, αποδεχόμενη την αρχή του διμεταλλισμού. Έτσι από το 1868 η χώρα ανέλαβε δύο βασικές δεσμεύσεις:

  1. Τα χρυσά και αργυρά νομίσματα και κέρματά της έπρεπε να έχουν  βάρος και βαθμό καθαρότητας ανάλογο μ’ αυτόν των άλλων τεσσάρων μελών της Ένωσης (τα χρυσά να περιέχουν 0, 290322 γραμμάρια χρυσού και τα ασημένια 4,5 γραμμάρια αργύρου) και
  2. να κόβει καθορισμένο αριθμό αργυρών κερμάτων (6 φράγκα ανά κάτοικο). Από το 1868 ως το 1883 οι νομισματικές αρχές της χώρας είχαν κόψει εν συνόλω αργυρά κέρματα συνολικής αξίας 10.799.999,90 δραχμών. Συγκεκριμένα:

αργυρά δίδραχμα αξίας δραχμών             2.273.700

αργυρά μονόδραχμα αξίας δρχ.                 5.331.358

αργυρά πεντηκοντάλεπτα αξίας δρχ.       2.550.316,50

αργυρά εικοσάλεπτα αξίας δραχμών           644.625,40

     Το 1885 η Ελλάδα μπορούσε, βάσει του αυξημένου πληθυσμού της, να κόψει ασημένια κέρματα αξίας 15 εκατομμυρίων δραχμών. Επειδή όμως από το 1882 είχε υποτιμηθεί η αργυρή δραχμή, δεν προχώρησε στην κοπή. Έτσι άρχισε να παρατηρείται έλλειψη μικρών κερμάτων εξαιτίας του γεγονότος ότι το μεγαλύτερο μέρος τους είχε εξαχθεί στο εξωτερικό. Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα που δυσχέραινε τις συναλλαγές, αποφασίστηκε με το νόμο ΑΤΜΒ΄ της 21ης Δεκεμβρίου 1885 η έκδοση χαρτονομισμάτων συνολικής αξίας 18 εκατομμυρίων δραχμών (12 εκατομμύρια σε δίδραχμα και 6 εκατομμύρια σε μονόδραχμα), τα οποία θα κυκλοφορούσαν μόνον στην εγχώρια αγορά.

Το 1897 τα κράτη – μέλη της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης μπορούσαν να κόψουν περισσότερα αργυρά κέρματα (7 φράγκα ανά κάτοικο). Η Ελλάδα με πληθυσμό 2.631.952 κατοίκων (απογραφή του 1895 – 1896) είχε δικαίωμα να κόψει αργυρά κέρματα αξίας 18.500.000 περίπου δραχμών. Και πάλι όμως δεν εφάρμοσε το εκδοτικό της προνόμιο και αντιμετώπισε τις εσωτερικές χρηματιστικές της ανάγκες με την έκδοση πρόσθετου χαρτονομίσματος 2 εκατομμυρίων δραχμών. Το 1898 επιβλήθηκε στη χώρα ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος (κάτι ανάλογο της Τρόικας), ο οποίος μεταξύ των άλλων άρχισε να περιορίζει το ποσό των κυκλοφορούντων χαρτονομισμάτων. Έτσι στις αρχές του 20ου αιώνα κυκλοφορούσαν στην ελληνική αγορά 14.000.000 χαρτονομίσματα (10.500.000 εκδοθέντα από την Εθνική Τράπεζα και 3.500.000 από την Ιονική).

Το πρόβλημα της Ελλάδας ήταν το ότι το μεγαλύτερο μέρος των αργυρών κερμάτων της ( αξίας οχτώ με εννιά εκατομμυρίων δραχμών) είχε εξαχθεί στο εξωτερικό.  Το άρθρο 7 της συμβάσεως της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης καθόριζε ότι οι κυβερνήσεις των συμβαλλόμενων κρατών υποχρεώνονταν να αναλάβουν τα αργυρά κέρματα, τα οποία είχαν θέσει σε κυκλοφορία και τα οποία βρίσκονταν στα χέρια ιδιωτών ή δημόσιων ταμείων των άλλων επικρατειών, αποζημιώνοντας τους κατόχους τους. Με βάση, λοιπόν, τον όρο αυτό τα άλλα κράτη της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης ανά πάσα στιγμή δικαιούνταν να μαζέψουν τα ελληνικά κέρματα (δίδραχμα, μονόδραχμα κ. ά.) που κυκλοφορούσαν σ’ αυτά, να τα στείλουν στην Ελλάδα και να ζητήσουν από το ελληνικό δημόσιο την πληρωμή τους σε χρυσό (= χρυσά νομίσματα) ή σε αργυρά πεντόφραγκα, γεγονός που θα δημιουργούσε μεγάλα προβλήματα στο ελληνικό κράτος, το οποίο δεν είχε αποθέματα χρυσού (εφημερίδες ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 4ης Δεκεμβρίου 1908 και ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 28ης Φεβρουαρίου 1909). Η Ιταλία είχε ασκήσει το δικαίωμά της αυτό σε περιορισμένη κλίμακα, ενώ ελλόχευε ο κίνδυνος και  τα άλλα κράτη να προβούν σε ανάλογη ενέργεια με στόχο τη βαθμιαία απόσυρση από την κυκλοφορία των ήδη φθαρμένων (στις αρχές του 20ου αιώνα) ελληνικών αργυρών κερμάτων.

Για να αποτραπεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ήδη από το 1903 άρχισαν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στη Λατινική Νομισματική Ένωση και στην Ελλάδα. Από την ελληνική πλευρά πρωτοστάτησαν σ’ αυτές ο υπουργός Οικονομικών Ανάργυρος Σιμόπουλος, ο διάδοχός του Ν. Καλογερόπουλος και κυρίως ο υποδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας Ι. Βαλαωρίτης (γιος του μεγάλου ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη). Τελικά το 1908 υπογράφηκε σύμβαση, σύμφωνα με την οποία η Γαλλία, η Ιταλία, το Βέλγιο και η Ελβετία αναλάμβαναν την υποχρέωση να συγκεντρώσουν σε τακτή προθεσμία τα κυκλοφορούντα στις επικράτειές τους ελληνικά αργυρά κέρματα, που η ελληνική κυβέρνηση θα τα εξοφλούσε σε ισότιμο χρυσό. Έτσι αυτά θα εισάγονταν  στην Ελλάδα, όπου και θα κυκλοφορούσαν αποκλειστικά, αντικαθιστώντας τα χαρτονομίσματα της μιας ή των δύο δραχμών. Υπολογιζόταν ότι με τη ρύθμιση αυτή θα συγκεντρώνονταν στα δημόσια ταμεία αργυρά κέρματα αξίας 8 έως 9 εκατομμυρίων δραχμών. Επειδή τα χαρτονομίσματα που θα αποσύρονταν από την κυκλοφορία ήταν αξίας 14 εκατομμυρίων, δινόταν η δυνατότητα στις νομισματικές αρχές της χώρας να κόψουν και άλλα κέρματα χαμηλών υποδιαιρέσεων, ώστε να τεθούν σε κυκλοφορία συνολικά αργυρά κέρματα αξίας 17 εκατομμυρίων δραχμών (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 4ης Ιουνίου 1908).

Για να μπορέσει η Ελλάδα να εξασφαλίσει το αναγκαίο χρυσάφι, ώστε να ανταποκριθεί στην έκτακτη δαπάνη της αγοράς των αργυρών της κερμάτων από τις άλλες χώρες – μέλη της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης, η ελληνική κυβέρνηση το 1908 προσέφυγε στην Τράπεζα της Γαλλίας ζητώντας τη χορήγηση σχετικού δανείου. Η γαλλική τράπεζα αναλάμβανε, υπό ορισμένες προθεσμίες, να εξαργυρώνει σε ισότιμο χρυσό τα ελληνικά αργυρά κέρματα που προσκομίζονταν σ’ αυτή. Ουσιαστικά δηλαδή η Ελλάδα θα σύναπτε δάνειο ύψους 8 έως 9 εκατομμυρίων χρυσών δραχμών, το οποίο θα το εξοφλούσε με ετήσιες δόσεις (2.000.000 χρυσά φράγκα η καθεμιά) πληρώνοντας επιπλέον τόκο 3,5% ετησίως. Έτσι το συνολικό χρέος προς τη γαλλική τράπεζα θα εξοφλείτο σε διάστημα 5 ετών (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 4ης Ιουνίου 1908).

Προέκυψε όμως πρόβλημα ως προς την κοπή πρόσθετων αργυρών κερμάτων. Ο Άγγλος εκπρόσωπος στην Διεθνή Επιτροπή Ελέγχου (στην Τρόικα της τότε εποχής, όπως είπαμε παραπάνω) δεν συναινούσε σε κάτι τέτοιο με το σκεπτικό ότι η Ελλάδα δεν είχε μεταλλικό απόθεμα σε χρυσό, για να της επιτραπεί η κυκλοφορία επιπλέον αργυρών νομισμάτων χαμηλών υποδιαιρέσεων (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 30ης Ιουνίου 1908). Επιπρόσθετα και στην ελληνική Βουλή ακούγονταν από την αντιπολίτευση φωνές κατά των ρυθμίσεων αυτών.

Δεν είναι γνωστό αν λήφθηκε τελικά το δάνειο από τη γαλλική τράπεζα για την εξαγορά των ελληνικών αργυρών κερμάτων ή αν η χώρα κατέβαλε το ποσό σε δόσεις από κρατικούς πόρους. Πάντως, σύμφωνα με αγόρευση στη Βουλή του υπουργού των Οικονομικών Λ. Κορομηλά κατά την κατάθεση του προϋπολογισμού του 1912, ως το Δεκέμβριο του 1911 είχαν συγκεντρωθεί στα δημόσια ταμεία αργυρά κέρματα αξίας 6,5 εκατομμυρίων περίπου δρχ. και είχαν δρομολογηθεί οι διαδικασίες για την κοπή νέων ασημένιων κερμάτων αξίας 7,5 εκατομμυρίων δρχ. Παράλληλα την ίδια περίοδο είχαν αποσυρθεί από την κυκλοφορία 8,5 εκατομμύρια χαρτονομίσματα της μιας ή των δύο δραχμών (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 13ης Δεκεμβρίου 1911).

Κατά τα επόμενα χρόνια οι πολιτικές και πολεμικές εξελίξεις στην Ευρώπη  (Βαλκανικοί πόλεμοι, έναρξη του Α΄ παγκόσμιου πολέμου) συνέτειναν στη σταδιακή διάλυση της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης, γεγονός που επέτρεψε στη χώρα μας να ακολουθήσει περισσότερο αυτόνομη νομισματική πολιτική. Όπως προκύπτει από έκθεση της Εθνικής Τράπεζας, το 1914 «είχε αποκαθαρθεί η μεταλλική νομισματική  κυκλοφορία στην Ελλάδα διά της απολύτου απαγορεύσεως της κυκλοφορίας των αλλοδαπών αργυρών κερματικών και ψιλών νομισμάτων» και επιτρεπόταν μόνον η κυκλοφορία των χρυσών νομισμάτων των χωρών της Λατινικής Ενώσεως, καθώς και των αργυρών των υψηλών υποδιαιρέσεων (λ.χ. του ασημένιου πεντόφραγκου). Παράλληλα κυκλοφορούσαν στην εγχώρια αγορά και τραπεζικά γραμμάτια (= χαρτονομίσματα) (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 21ης Νοεμβρίου 1914).

Συμπερασματικά, το αποτέλεσμα της ένταξης της Ελλάδας στην προαναφερθείσα Νομισματική Ένωση ήταν η διόγκωση του εξωτερικού δανεισμού της, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του Χαρίλαου Τρικούπη. Τα περιορισμένα αποθέματά της σε χρυσό και σε άργυρο εμπόδιζαν τις ελληνικές κυβερνήσεις να κόψουν χρυσά και αργυρά νομίσματα κι έτσι αναγκάζονταν να δανείζονται κυρίως από τους Γάλλους, για να καλύψουν ελλείμματα του προϋπολογισμού ή για να χρηματοδοτήσουν διάφορα δημόσια έργα. Μήπως το ίδιο δεν συμβαίνει και σήμερα με την ένταξη στην Ο.Ν.Ε.;

 

1-dr.-1873

 

1 thoughts on “Λατινική Νομισματική Ένωση: η νομισματική ενοποίηση ευρωπαϊκών κρατών πολύ πριν την Ο.Ν.Ε.

  1. Παράθεμα: Λατινική Νομισματική Ένωση | toufekiastoskotadi

Σχολιάστε