Το φιάσκο των γερμανικών αποζημιώσεων

ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΙΣ ΤΩΝ    ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ ΠΟΥ ΣΤΑΘΗΚΑΝ ΕΜΠΟΔΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΤΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΝΑΖΙΣΤΙΚΗΣ ΘΗΡΙΩΔΙΑΣ

Η τετράχρονη κατοχή της Ελλάδας από τις Δυνάμεις του Άξονα υπήρξε μια από τις ενδοξότερες αλλά συνάμα και δραματικότερες περιόδους της νεοελληνικής ιστορίας. Ο αντιστασιακός αγώνας των Ελλήνων στις πόλεις και στην ύπαιθρο προκάλεσε το θαυμασμό των φιλελεύθερων Ευρωπαίων και επέφερε σημαντικά πλήγματα στα κατοχικά στρατεύματα. Όμως το τίμημα για τον ελληνικό λαό ήταν μεγάλο. Σύμφωνα με επίσημα και εξακριβωμένα στοιχεία του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού:

. οι εγκλεισθέντες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και σε φυλακές στην Ελλάδα ανέρχονταν σε 23.836, από τους οποίους πέθαναν από τις κακουχίες ή εκτελέστηκαν 3.125.

. οι απαχθέντες και εγκλεισθέντες σε στρατόπεδα και σε φυλακές στη Γερμανία ανέρχονταν σε 10.375, από τους οποίους εξαφανίστηκαν (πέθαναν από τις απάνθρωπες συνθήκες κράτησης ή εκτελέστηκαν) 1.410.

. δηλώθηκαν από τους οικείους τους ως διωχθέντες από τις γερμανικές αρχές κατοχής 1.665, για τους οποίους όμως ο Ε.Ε.Σ. δεν κατείχε στοιχεία από άλλες πηγές.

. τέλος οι απαχθέντες από τους Ιταλούς και μεταφερθέντες (μετά την κατάρρευση της Ιταλίας) σε γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης ανέρχονταν σε 772, από τους οποίους οι 613 ήταν στρατιωτικοί του Αλβανικού πολέμου. (Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 13ης Νοεμβρίου 1958).

Σύμφωνα με στοιχεία της «Εθνικής Αλληλεγγύης», της εαμικής αντιστασιακής οργάνωσης που έπαιζε το ρόλο του Ερυθρού Σταυρού κατά τη διάρκεια της Κατοχής, 49.188 Έλληνες εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς και τους συμμάχους τους, Ιταλούς και Βούλγαρους, καθώς και από τους συνεργάτες των κατακτητών, τους ταγματασφαλίτες.

Μετά τη λήξη των εχθροπραξιών τα θύματα και οι οικογένειες των θυμάτων πολέμου ευελπιστούσαν ότι θα αποζημιώνονταν οικονομικά για τις θυσίες τους.  Όμως οι μεταπολεμικές ελληνικές κυβερνήσεις, για να εδραιώσουν την ελληνογερμανική φιλία, απέφευγαν να θέσουν στην πολιτική ηγεσία της Δυτικής Γερμανίας το ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων, γεγονός που καυτηρίαζε μεγάλη μερίδα του ημερήσιου και περιοδικού τύπου. Είναι χαρακτηριστικό ένα δημοσίευμα της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (φύλλο της 13ης Νοεμβρίου 1958) με τίτλο: «Επ΄ ευκαιρία του ταξιδίου εις Μπον η αποζημίωσις των θυμάτων» και με υπότιτλο: «50 χιλιάδες οι ενδιαφερόμενοι»:

«Με την ευκαιρία του ταξιδίου του κ. Καραμανλή εις Μπον αναζωπυρώνονται οι ελπίδες χιλιάδων θυμάτων της γερμανικής κατοχής που περιμένουν ότι η κυβέρνησις θα θέση το ζήτημα της αποζημιώσεώς των από την κυβέρνησιν της Δυτικής Γερμανίας.  Το θέμα της αποζημιώσεως των θυμάτων της γερμανικής κατοχής, το οποίον υπάρχει πάντοτε ανοικτό για τα θύματα, ήτοι τους ομήρους, τας οικογενείας των εκτελεσθέντων, τους ιδιοκτήτας περιουσιών που ανηρπάγησαν ή κατεστράφησαν από τους Γερμανούς κτλ. δεν φαίνεται εν τούτοις να συγκινή την ελληνική κυβέρνηση.

        Αι ποκίλαι οργανώσεις των πληγέντων, που έχουν συμπήξει και Ομοσπονδίαν, δι΄ επανειλημμένων παραστάσεων, υπομνημάτων και λοιπών διαβημάτων, ζητούν από την ελληνική κυβέρνηση να προχωρήση εις επισήμους διαπραγματεύσεις προς την κατεύθυνση αυτή, συναντούν όμως από της πλευράς των αρμοδίων ψυχρότητα. Οι ενδιαφερόμενοι μάλιστα καταγγέλλουν ότι η κυβέρνησις θυσιάζει τα συμφέροντα χιλιάδων πτωχών και κατεστραμμένων οικογενειών, διά να μην δυσαρεστήση την κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας και διά να επιτύχη ένα οποιοδήποτε δάνειο, που θα πέση στον δημόσιο κορβανά και που θα απολαύσουν την αξιοποίησή του και πάλι οι ολίγοι, όπως συνέβη και με τις περίφημες πολεμικές επανορθώσεις».

Οι δικαιούχοι αποζημιώσεων υποστήριζαν ότι η ελληνική κυβέρνηση αδιαφόρησε να  απαντήσει στην πρόσκληση των υπόλοιπων δυτικοευρωπαϊκών χωρών (Γαλλίας, Βελγίου, Ολλανδίας, Μ. Βρετανίας, Νορβηγίας, Σουηδίας και Δανίας) για κοινή διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων και ότι χάρη σε πρωτοβουλία του Έλληνα διπλωματικού αντιπροσώπου στη Βόνη – την τελευταία στιγμή και χωρίς να του έχει δοθεί επισήμως η συγκατάθεση του υπουργείου Εξωτερικών – η Ελλάδα αποτέλεσε το όγδοο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία θα διεκδικούσε τις γερμανικές αποζημιώσεις για τα θύματα και τις οικογένειες των θυμάτων πολέμου.

Οι Γερμανοί πρότειναν στα οκτώ ευρωπαϊκά κράτη να τους καταβάλουν συνολικά 100 εκατομμύρια μάρκα, ποσό  το οποίο θα μοιραζόταν στους ενδεείς από τους πληγέντες ιδιώτες. Η πρόταση αυτή απορρίφτηκε ως απαράδεκτη τόσο λόγω του χαμηλού ποσού της καθοριζόμενης αποζημίωσης  όσο και λόγω της τιθέμενης προϋπόθεσης, της χορήγησης δηλαδή αυτής μόνο στους ενδεείς, σαν να επρόκειτο για ελεημοσύνη. Στο μεταξύ η γερμανική κυβέρνηση με νόμο «περί αποζημιώσεως των θυμάτων της ναζιστικής καταδιώξεως» επέτρεψε την καταβολή αποζημιώσεων στα θύματα του ναζισμού, όμως εξάρτησε το δικαίωμα αυτό από ορισμένες χρονικές και τοπικές προϋποθέσεις, ώστε ουσιαστικά να αποζημιωθούν οι Γερμανοί υπήκοοι και από τους ξένους μόνον οι μόνιμοι κάτοικοι Γερμανίας.

Α. Η ΕΛΛΗΝΟΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΒΟΝΗΣ ΚΑΙ Η ΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΟΥΛΗ

Ύστερα από συζητήσεις κυβερνητικών παραγόντων της Ελλάδας και της Δ. Γερμανίας υπογράφηκε την 20η Μαρτίου 1960 η σύμβαση της Βόνης, η οποία, εκτός των άλλων οικονομικών ζητημάτων, ρύθμιζε και το θέμα της καταβολής  αποζημιώσεων στα θύματα του ναζισμού. Η σύμβαση αυτή έπρεπε να κυρωθεί από τα Κοινοβούλια των δύο κρατών. Έτσι ένα περίπου χρόνο αργότερα (την 22α Μαρτίου 1961) εισήχθη στην ελληνική Βουλή το σχετικό νομοσχέδιο. Από τις συζητήσεις που έγιναν επισημάνθηκαν τα σφάλματα και οι παραλείψεις των πρώτων μεταπολεμικών κυβερνήσεων, οι οποίες με την ενδοτική πολιτική τους φαλκίδεψαν τις διεκδικήσεις των θυμάτων πολέμου. Συγκεκριμένα:

1.       Το Μάιο του 1955 το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, με αφορμή υποβληθείσες αιτήσεις αποζημιώσεως ομήρων, ανακοίνωσε ότι : «ούτε υπό διεθνούς τινός πράξεως ούτε υπό της κειμένης νομοθεσίας προβλέπεται καταβολή τοιούτων αποζημιώσεων και το υπουργείον Εξωτερικών ουδεμίαν του λοιπού θα δίδη συνέχειαν εις υποβληθείσας ή υποβληθησομένας τοιαύτας αιτήσεις». Αξίζει να αναφερθεί ότι τότε είχε ανακινηθεί διεθνώς το θέμα της καταβολής γερμανικών αποζημιώσεων σε όσους είχαν εγκλεισθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως . Εξαιτίας της στάσης αυτής της κυβέρνησης ελλόχευε ο κίνδυνος να θεωρηθεί ότι για την Ελλάδα δεν υφίστατο θέμα αποζημιώσεως των Ελλήνων ομήρων.

2.       Στις διμερείς ελληνογερμανικές συνομιλίες που έγιναν από το 1959 ως τις αρχές του 1960 η ελληνική κυβέρνηση δεν προσκόμισε επαρκή στοιχεία για τον αριθμό των εκτελεσθέντων και των ομήρων και έτσι αναγκάστηκε να δεχτεί τη γερμανική πρόταση για καταβολή του ποσού των 115 εκατομμυρίων μάρκων, το οποίο δεν επαρκούσε για ουσιαστική αποζημίωση των θυμάτων του ναζισμού.

3.       Έλληνες πολιτικοί με δηλώσεις τους υπονόμευσαν τα αιτήματα των ομήρων, των εγκλεισθέντων σε φυλακές καθώς και των οικογενειών των εκτελεσθέντων. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση ενός Έλληνα πολιτικού, το όνομα του οποίου έχει δοθεί σε πλατείες και σε οδούς (!), ο οποίος αγορεύοντας στη Βουλή την 22αΟκτωβρίου 1959 είπε ότι «δεν θα υφιστάμεθα την τραγωδίαν των Καλαβρύτων, εάν Έλληνες δεν προέβαιναν  εις την σφαγήν αιχμαλώτων Γερμανών στρατιωτών», υποβοηθώντας έτσι το επιχείρημα των Γερμανών ότι «οι παθόντες υπήρξαν θύματα των στρατιωτικών αρχών Κατοχής, αμυνομένων κατά επιθέσεων των ανταρτών». (ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 23ης Μαρτίου 1961)

4.       Οι εκπρόσωποι της ελληνικής κυβέρνησης δεν τόλμησαν να υπενθυμίσουν στους Γερμανούς συνομιλητές τους ότι είχαν αποζημιώσει τα εν Γερμανία θύματα του ναζισμού με 70.000 δραχμές για καθένα από τους εκτελεσθέντες ή θανόντες και με 1.200 δραχμές τους ομήρους για κάθε μήνα ομηρίας τους. Αντίθετα δέχτηκαν να λάβουν πολύ μικρό ποσό (115.000.000 μάρκα) για την αποζημίωση των θυμάτων του πολέμου εν Ελλάδι, που θα έφτανε για να δοθούν μόλις 35.000 δραχμές για κάθε εκτελεσθέντα και 500 δραχμές για κάθε μήνα ομηρίας. Και το χειρότερο ήταν ότι στη σύμβαση της Βόνης είχε περιληφθεί όρος να μην επανέλθει ποτέ η Ελλάδα στο οχληρό για τους Γερμανούς ζήτημα της καταβολής πρόσθετης αποζημίωσης των θυμάτων του ναζισμού.

Η επιτευχθείσα συμφωνία παρουσιάστηκε από την κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή ως διπλωματική επιτυχία. Εντελώς διαφορετική όμως ήταν η εκτίμηση της ελληνικής κοινής γνώμης και της πλειονότητας των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Ενδεικτικό είναι ένα  απόσπασμα δημοσιεύματος της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (φύλλο της 7ης Απριλίου 1963): «Και όταν επέστρεψαν (τα κυβερνητικά στελέχη από τη Βόνη) με το «τρόπαιον» της συμφωνίας αυτής, υπενθύμισαν ότι η νικήτρια Ελλάς κρατεί και σήμερον τον δίσκον της επαιτείας, ενώ η νικημένη Γερμανία έχει την δύναμιν να υπαγορεύη τους όρους της. Χαρακτηριστική της «επιτυχίας» αυτής της κυβερνήσεως είναι η σύγκρισίς της με την αποστολήν  του βουλευτού κ. Σαββοπούλου εις την Αυστρίαν, ο οποίος επέτυχε να αποσπάση από τους Αυστριακούς 18.000.000 φράγκα και ανεκάλυψεν ότι ωφείλοντο υπό της Αυστρίας και αι αποζημιώσεις διά τον πρώτον Παγκόσμιον πόλεμον, τας οποίας και παρεδέχθη η αυστριακή κυβέρνησις».

 

Ο Κων/νος Καραμανλής στη Βόννη το 1958

Ο Κων/νος Καραμανλής στη Βόννη το 1958. Από αριστερά: Λούντβιχ Έρχαρντ (υπουργός Οικονομικών Γερμανίας),  ο Καραμανλής, ο Τέοντορ Χόις (πρόεδρος της Ο.Δ. Γερμανίας), ο Κόνραντ Αντενάουερ (καγκελάριος) και ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας Ευάγγελος Αβέρωφ

 

Β. Ο ΕΜΠΑΙΓΜΟΣ ΤΩΝ ΑΠΟΖΗΜΙΩΘΕΝΤΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ

Τα 115 εκατομμύρια μάρκα που δόθηκαν από την κυβέρνηση της Δ. Γερμανίας για την αποζημίωση των Ελλήνων – θυμάτων του ναζισμού ήταν λίγα και τα θύματα πολλά. Και για να μη μεταβληθεί σε εξοργιστική κοροϊδία η «αποζημίωσίς» των ένας τρόπος υπήρχε: ο περιορισμός του αριθμού των δικαιούχων. Έτσι το νομοθετικό διάταγμα, το οποίο ψηφίστηκε το 1961, απέκλεισε της αποζημίωσης το μεγαλύτερο αριθμό των θυμάτων. Βασικό κριτήριο ήταν αν σκοτώθηκαν τα θύματα από γερμανικά χέρια. Με τον τρόπο αυτό έπαυσαν να θεωρούνται θύματα πολέμου όσοι εκτελέστηκαν, αφού είχαν συλληφθεί στα «μπλόκα» των ταγμάτων ασφαλείας. Δικαιούνταν αποζημίωση όσοι βασανίστηκαν στα υπόγεια της οδού Μέρλιν, όπου κυμάτιζε η γερμανική σημαία, και δεν δικαιούνταν όσοι πέθαναν από βασανιστήρια στα υπόγεια της οδού Ελπίδος, όπου κυμάτιζε η σημαία των Κουΐσλιγκ. Ακόμα δεν θεωρήθηκαν θύματα πολέμου (και συνεπώς δεν αποζημιώθηκαν) οι Έλληνες που σκοτώθηκαν σε διαδηλώσεις κατά των Γερμανών.

Υπήρχαν και άλλες εξοργιστικές εξαιρέσεις, αλλά τα χρόνια είχαν περάσει και οι συγγενείς των θυμάτων είχαν συνθηκολογήσει με τη φτώχεια και την εξαθλίωση, ώστε δεν είχαν τη δύναμη να αρνηθούν την υπαγωγή τους στις διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος, εξευτελίζοντας έτσι τη μνήμη εκείνων που έφυγαν από τη ζωή με το όραμα ενός καλύτερου κόσμου. Και έσπευδαν στα Πρωτοδικεία με τις αιτήσεις και τα αποδεικτικά στοιχεία, για να ζητήσουν τα λίγα χιλιόδραχμα που αποτελούσαν την «τιμήν των τετιμημένων».

Βάσει δικαστικών αποφάσεων περίπου 60.000 χιλιάδες δικαιούνταν να λάβουν την αποζημίωση, ενώ άλλες 8.000 έως 10.000 εκπρόθεσμοι συνωθούνταν στους προθαλάμους των δικαστηρίων. Όμως αντί για 35.000 δραχμές έπαιρναν « μπροστάντζα» 19.500 και τα άλλα «θα ίδωμεν», γιατί το νομοθετικό διάταγμα όριζε ότι «αν το καταβληθέν υπό της γερμανικής Κυβερνήσεως ποσόν δεν επαρκέση διά την καταβολήν των 35.000 δραχμών εις έκαστον δικαιούχον, τότε η αποζημίωσις θα μειούται αναλόγως». Η Κυβέρνηση δεν εννοούσε να δαπανήσει ούτε μια δραχμή από τα δημόσια ταμεία για να συμπληρώσει το ποσό αλλά και για πληρώσει για την ευθύνη της, αφού θυσίασε τόσο φτηνά τα δικαιώματα των θυμάτων του ναζισμού στο βωμό της ελληνογερμανικής φιλίας. Μάλιστα προσπάθησε να εκμεταλλευτεί πολύπλευρα την όλη διαδικασία. Συγκεκριμένα:

α. διόρισε πάνω από 200 κομματικούς της φίλους στις επιτροπές και στα συνεργεία καταβολής αποζημιώσεων, οι οποίοι πληρώνονταν από το ποσό που είχε διατεθεί για την αποζημίωση των θυμάτων πολέμου (από τα 115 εκατομμύρια μάρκα).

β. θέσπισε διάταξη στο νομοθετικό διάταγμα που καθόριζε ότι σε περιπτώσεις όπου σε μια οικογένεια υπήρχαν περισσότεροι του ενός νεκροί, τότε γινόταν «σκόντο» στην αποζημίωση. Οι επιζώντες δηλαδή συγγενείς δεν έπαιρναν ολόκληρο το επιδικασθέν ποσό για κάθε θύμα, αλλά με έκπτωση(!). Και τούτο σε μια χώρα, η οποία ήταν από τις λίγες όπου τα θύματα του ναζισμού δεν πήραν σύνταξη και δεν τους αναγνωρίστηκε κανένα από τα ευεργετήματα των θυμάτων πολέμου.

Στις αρχές του 1963 η Κυβέρνηση, συνειδητοποιώντας ότι υπήρχαν και άλλα θύματα που δικαιούνταν αποζημίωση, έφερε στη Βουλή νομοσχέδιο με τον τίτλο «Περί συμπληρώσεως και τροποποιήσεως των διατάξεων του Ν.Δ. 4178/61». Τα βασικά άρθρα του νομοσχεδίου ήταν δύο:

α. Παρέτεινε την προθεσμία υποβολής δικαιολογητικών εκ μέρους των δικαιουμένων αποζημιώσεως, « διότι πλείστοι εκ των δικαιούχων, κάτοικοι της αλλοδαπής και ημεδαπής, δεν ηδυνήθησαν να υποβάλουν σχετικήν αίτησιν εντός της παρασχεθείσης υπό του προηγουμένου νομοθετικού διατάγματος προθεσμίας» και

β. «Επιτρέπεται εις τον υπουργόν των Οικονομικών, εντός προθεσμίας ενενήκοντα ημερών, η υποβολή αιτήσεως αναθεωρήσεως των εκδοθεισών υπό των δικαστηρίων αποφάσεων, διά των οποίων επεδικάσθησαν αποζημιώσεις».

Με τη δεύτερη διάταξη η Κυβέρνηση φρόντισε να βρει χρήματα για να αποζημιώσει τους εκπρόθεσμους δικαιούχους, αφαιρώντας αποζημιώσεις που είχαν ήδη επιδικαστεί και αναθεωρώντας κατά το δοκούν όλες τις δικαστικές αποφάσεις. Η προβαλλόμενη δικαιολογία ήταν ότι πολλοί έλαβαν αποζημιώσεις χωρίς να τις δικαιούνται. Έτσι συνέβηκε το παράδοξο γεγονός πολλά από τα θύματα ή τους συγγενείς θυμάτων πολέμου που είχαν εκτελεστεί από ταγματασφαλίτες – όργανα των Γερμανών ή σε διαδηλώσεις κατά των κατακτητών να επιστρέψουν τα ψιχία που είχαν λάβει ως αποζημίωση.

Γ. ΠΩΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΘΗΚΑΝ ΤΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΑΖΙΣΜΟΥ ΣΕ ΑΛΛΑ ΚΡΑΤΗ

Σε αντίθεση με ό,τι συνέβηκε με τους Έλληνες – θύματα πολέμου, οι Κυβερνήσεις άλλων κρατών φρόντισαν για την ουσιαστική αποζημίωση των δικών τους θυμάτων του ναζισμού. Οι Γιουγκοσλάβοι ήδη από το 1958 είχαν λάβει γερμανικές αποζημιώσεις χάρη σε ειδική διακρατική συμφωνία, οι όροι της οποίας τηρήθηκαν μυστικοί, για να μη διεκδικήσουν ίση μεταχείριση οι πληγέντες υπήκοοι και των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών.

Οι Ισραηλίτες κατά την περίοδο 1952 – 1966 εισέπραξαν περίπου ένα δισεκατομμύριο δολάρια. Αποζημιώθηκαν όχι μόνο για το ολοκαύτωμα, αλλά ακόμα για διακοπείσες σπουδές και για κατεστραμμένες σταδιοδρομίες.

Η αμερικάνικη Κυβέρνηση εκποίησε τις υπό μεσεγγύηση γερμανικές περιουσίες και κατέβαλε το ποσό στους Αμερικανούς πολίτες που επλήγησαν από τους Γερμανούς. Αντίθετα η ελληνική Κυβέρνηση έδειξε περίεργη προθυμία να επιστρέψει στους Γερμανούς τις υπό μεσεγγύηση περιουσίες Γερμανών πολιτών στην Ελλάδα. Μπορούσε και όφειλε να συνδέσει το ζήτημα με το θέμα των αποζημιώσεων  Ελλήνων υπηκόων, θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας. Τη δυνατότητα τής την έδινε το 6ο άρθρο της Συμφωνίας των Παρισίων (1946) που καθόριζε ότι η ελληνική κυβέρνηση παρακρατούσε, έναντι των πολεμικών επανορθώσεων τις οποίες έπρεπε να καταβάλουν οι Γερμανοί στην Ελλάδα, τις γερμανικές περιουσίες τις ευρισκόμενες στο ελληνικό έδαφος. Οι περιουσίες αυτές ανέρχονταν στο ποσό των 2.420.000 δολαρίων και συγκροτούνταν από κινητά αντικείμενα, αστικά (κυρίως ) ακίνητα και μερίδια συμμετοχής του ελληνικού Δημοσίου σε γερμανικές επιχειρήσεις που λειτουργούσαν είτε με τη μορφή ανώνυμων εταιρειών είτε ως προσωπικές επιχειρήσεις. (ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 31ης Οκτωβρίου 1947).

Συμπερασματικά η ενδοτική πολιτική των ελληνικών μεταπολεμικών κυβερνήσεων έβλαψε τα συμφέροντα του ελληνικού λαού. «Χαρίζοντας» ουσιαστικά στους Γερμανούς το Κατοχικό δάνειο και παίρνοντας ψιχία από τις γερμανικές επανορθώσεις και αποζημιώσεις συνέβαλαν στην οικονομική ανόρθωση της κατεστραμμένης από τον πόλεμο Γερμανίας.  Αυτή όμως την πραγματικότητα την παραβλέπουν πολλοί σύγχρονοι Γερμανοί πολιτικοί και πολλά γερμανικά μέσα ενημέρωσης που φθάνουν στο σημείο να χλευάζουν τον ελληνικό λαό και να τονίζουν ότι η Γερμανία πληρώνει για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης της Ελλάδας. Έτσι επαληθεύεται η ρήση του Αλεξανδρινού ποιητή Καλλίμαχου «ουδείς αχαριστότερος του ευεργετηθέντος» και η ελαφρώς παραλλαγμένη «ουδείς ασφαλέστερος εχθρός του ευεργετηθέντος».

1 thoughts on “Το φιάσκο των γερμανικών αποζημιώσεων

Σχολιάστε